Διηγήματα

Οταν παντρευτούμε, δεν θα τσακωνόμαστε ποτέ

Το καλοκαίρι του ’89 στο Κιάτο, όλες οι μέρες ήταν χάλια. Εκείνη η Παρασκευή, όμως, ήταν η χειρότερη. Η μητέρα είχε ξυπνήσει με νεύρα. Καθόταν στον καναπέ κι έπινε τον καφέ της με κοφτές γουλιές. Εγώ απέναντι, στη σπασμένη πολυθρόνα, ξεφύλλιζα ένα χιλιοδιαβασμένο Μπλεκ. Είχε πάει μεσημέρι όταν τη ρώτησα πότε θα πάμε στη θάλασσα.

Γύρισε απότομα και με κοίταξε με μάτια γουρλωμένα σαν να μ’ έβλεπε πρώτη φορά. Το ποτήρι γλίστρησε από τα χέρια της. Τον θόρυβο της θραύσης ακολούθησε μια εκκωφαντική σιωπή. Η μητέρα κοίταζε μια εμένα και μια τα σπασμένα γυαλάκια που λαμπύριζαν ανάμεσα στα σκουρόχρωμα ζουμιά του καφέ. Εκρυψε το πρόσωπο μέσα στις παλάμες της και αναλύθηκε σε ένα γοερό κλάμα που τράνταζε ολόκληρο το κορμί της.

Μετά από ώρα, όταν τα δάκρυα είχαν στεγνώσει και οι αφροί του καφέ είχαν ξεραθεί πάνω στο μωσαϊκό, ακούσαμε το κλειδί στην πόρτα. Ο πατέρας είχε φτάσει νωρίτερα. Η μητέρα δεν τον κοίταξε καν, παρά φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου προς το μέρος του. «Δεν είπαμε να μην καπνίζεις μες στο σπίτι;» είπε εκείνος ενώ σκούπιζε τα παπούτσια του στο χαλάκι. «Δεν μας παρατάς, ρε Τάσο;» απάντησε.

Ο πατέρας γύρισε σε μένα. Χαμογέλασε και έβγαλε από τον χαρτοφύλακα μια ΙΟΝ. «Δεν είπαμε όχι γλυκά;» φώναξε η μητέρα. Την αγνόησε και ήρθε προς το μέρος μου με τη σοκολάτα στο χέρι. Η σόλα του παπουτσιού του πάτησε τα σπασμένα γυαλιά. «Τι ’ναι αυτά;» ρώτησε. Η μητέρα, αντί απάντησης, εξέπνευσε μια ολοστρόγγυλη τουλούπα καπνού. Ο πατέρας έσμιξε τα φρύδια όπως όταν έκανα ζημιές. Δεν φταίω εγώ, ετοιμάστηκα να πω, αλλά μου έκανε νόημα σαν να είχα ήδη λάβει άφεση αμαρτιών. «Βγες στην αυλή να παίξεις», είπε, «έχουμε να συζητήσουμε με τη μαμά».

Στην αυλή – ο Θεός να την κάνει. Ηταν ένας μακρόστενος διάδρομος στρωμένος με χαλίκια που κατέληγε σε μια φαγωμένη καλαμωτή. Από την άλλη μεριά της καλαμωτής υπήρχε ένα ολόιδιο σπίτι. Εκεί έμενε μια παχουλή κυρία με την κόρη της. Μεγαλύτερη από μένα, θα πήγαινε Γυμνάσιο. «Κι αυτές με τη σεζόν θα το νοικιάζουν» είπε η μητέρα όταν τις συναντήσαμε στην ταβέρνα. Πάντα οι δυο τους. Πατέρας δεν εμφανιζόταν ούτε τα Σαββατοκύριακα.

Πηγαινοερχόμουν στον διάδρομο κλοτσώντας μια ξεφούσκωτη μπάλα ποδοσφαίρου που είχαν αφήσει οι προηγούμενοι ένοικοι. Σκάρωνα στο μυαλό μου ιστορίες με τους προηγούμενους, με τους διπλανούς, με τους περαστικούς. Επλαθα ιστορίες για να ξεμπερδεύω από την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα, όμως, μπερδευόταν διαρκώς στα πόδια μου. Οι φωνές των γονιών μου ακούγονταν πια μέχρι έξω. Σκέπασα τα αυτιά με τις παλάμες μου και συνέχισα να κλοτσάω την μπάλα.

Με την άκρη του ματιού μου έπιασα κίνηση. Ηταν το κορίτσι από δίπλα. Είχε παραμερίσει την καλαμωτή και με κοιτούσε κατάματα. «Εγώ έβαζα μουσική», είπε με φωνή μπάσα. Κοίταξα πίσω μου, μην τυχόν και απευθύνεται σε κάποιον άλλον. «Οταν τσακώνονταν οι δικοί μου», και έκανε ένα νεύμα προς τα μέσα, «έβαζα μουσική». «Αααα» ακούστηκε από το στόμα μου όσο έψαχνα κάτι να πω.

Συνειδητοποίησα ότι μέναμε τόσο καιρό δίπλα δίπλα και δεν ήξερα ούτε το όνομά της. «Ελίζα», είπε λες και διάβασε τη σκέψη μου. Ρώτησε το δικό μου. Της το είπα και σούφρωσε τη μύτη λες και κάτι μύριζε άσχημα. «Δεν μ’ αρέσει» είπε και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της. «Γιάννη λέγανε τον πατέρα μου». Ενευσα καταφατικά, λες και το ’ξερα. «Τον λένε ακόμη δηλαδή. Αλλά η μαμά μιλάει για ’κείνον σαν να ’χει πεθάνει» είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της. «Μεταξύ μας, δεν θα στενοχωριόμουν και πολύ αν πεθάνει». Από το στόμα της ξεπρόβαλε μια ροδαλή τσιχλόφουσκα.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. «Μου αρέσει που ’σαι ντροπαλός» είπε. «Εμένα όχι», απάντησα. Μετάνιωσα αυτοστιγμεί που δεν βρήκα κάτι πιο έξυπνο να πω. Δεν χρειάστηκε. Εγειρε το κεφάλι της και πριν προλάβω να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω, πίεσε τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Είχαν γεύση κεράσι απ’ την τσιχλόφουσκα. Το φιλί κράτησε λίγα δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν σαν ατελείωτος αιώνας. Τραβήχτηκε και μου ανακάτεψε τα μαλλιά. «Οταν παντρευτούμε, δεν θα τσακωνόμαστε ποτέ», είπε. Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, γύρισε την πλάτη και ξεγλίστρησε κάτω από την καλαμωτή.

Δεν την ξανάδα από τότε. Το επόμενο πρωί μαζέψαμε τα πράγματα και γυρίσαμε στην Αθήνα.

*

Το διήγημα γράφτηκε ειδικά για την Εφημερίδα των Συντακτών στο πλαίσιο του αφιερώματος «Υπό σκιάν: Καλοκαίρι – δέκα βλέμματα», επιμ. Μισέλ Φάις και δημοσιεύτηκε στις 5 Αυγούστου 2018.

Για έκτη συνεχή χρονιά το «Ανοιχτό Βιβλίο» φιλοξενεί πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δέκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας και αφηγηματικής ροπής, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες, ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες επιμένουν τόσο στην κριτική πυξίδα όσο και στη λογοτεχνική απόλαυση). Μετά τη Βασιλική Ηλιοπούλου, τον Δημήτρη Φιλιππίδη, τονΠαντελή Μπουκάλα και τη Ρούλα Γεωργακοπούλου, το αφηγηματικό νήμα ξετυλίγει ο βραβευμένος πρωτοεμφανιζόμενος πεζογράφος Γιάννης Γορανίτης.

Η συλλογή διηγημάτων «24» (Πατάκης, 2018), το πρώτο βιβλίο του Γιάννη Γορανίτη, τιμήθηκε με το βραβείο «Πρωτοεμφανιζόμενος στην Πεζογραφία» του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.