Παρουσιάσεις/ Κριτικές, Uncategorized

Οψεις, διαθέσεις, ροπές – Πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς (2011-2018)

H χαρτογράφηση του λογοτεχνικού τοπίου πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων την τελευταία οκταετία.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 27 Οκτωβρίου 2018.

Επιμελείται ο Μισέλ Φάις, υπογράφουν οι: Αριστοτέλης Σαΐνης, Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Κατερίνα Σχινά και Ελένη Παπαργυρίου.

Το αφιέρωμα είναι πολύ ενδιαφέρον και διεισδυτικό και συστήνω σε όσους ενδιαφέρονται για το σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο να το μελετήσουν, αλλά θα μου επιτρέψετε να σταχυολογήσω με μεγάλη χαρά τις τρεις ιδιαίτερα τιμητικές αναφορές στο «24»:

«Ο Γιάννης Γορανίτης δεν μας δίνει μια συλλογή διηγημάτων, αλλά ένα οιονεί πολυπρόσωπο και πολύτροπο μυθιστόρημα δρόμου που διακρίνεται για την πολλαπλότητα του λόγου του: λόγος ασθματικός και παραληρηματικός, αγχώδης και παιδικός ή εφηβικός, αλλά και καθημερινός και λαϊκός.» – Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κριτικός λογοτεχνίας

«Είμαστε ήδη στο μεταμοντέρνο, τόσο στην ιδεολογία της ασάφειας και της κατασκευής όσο και στη μορφή της αποσπασματικότητας και της πολυεπίπεδης πλοκής. […] Ο Γιάννης Γορανίτης («24», Πατάκης, 2017) φτιάχνει αστικά παλίμψηστα με ιστορίες μέσα στον ηλεκτρικό.» – Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, κριτικός λογοτεχνίας

«Τίποτα δεν θα εμπόδιζε τον Γιάννη Γορανίτη να ονομάσει μυθιστόρημα τη σπονδυλωτή συλλογή των ιστοριών του, που τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς παράλληλα πριν διασταυρωθούν.» – Αριστοτέλης Σαΐνης, κριτικός λογοτεχνίας

 

Πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς (2011-2018)

Συντάκτης: Μισέλ Φάις

Ο φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Αριστοτέλης Σαΐνης και ο φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Ν. Περαντωνάκης (δύο εμβληματικοί συνεργάτες του Ανοιχτού Βιβλίου), αλλά και ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, η κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά και η πανεπιστημιακός Ελένη Παπαργυρίου αποδέχτηκαν την πρότασή μας να επιχειρήσουν μια πρώτη χαρτογράφηση του λογοτεχνικού τοπίου πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων την τελευταία οκταετία.

Ανάμεσα στο 2011-2018, η κορύφωση της κρίσης, ο κλονισμός αξιακών συστημάτων, ατομικών και συλλογικών βεβαιοτήτων, καθώς και η απότομη αναπροσαρμογή του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου καθόρισαν, άλλοτε ως φόντο και άλλοτε ως επίκεντρο, τη θεματική και την ποιητική αρκετών πεζογράφων στο πρώτο λογοτεχνικό βήμα τους.

Αυτά τα πρόσωπα της γραφής (σχεδόν μιας δεκαπενταετούς γενέθλιας κλίμακας: 1974-1988) ανιχνεύουμε, συσχετίζουμε, τοποθετούμε στην κριτικογραφική διάρκεια της εποχής τους μέσα από τα ίχνη τους: μυθιστορήματα, νουβέλες, συλλογές διηγημάτων, αταξινόμητα αφηγήματα.

Ούτε, λοιπόν, κάποιος λογοτεχνικός κανόνας ούτε ομαδοποίηση με γνωρίσματα γενιάς ούτε καν αφηγηματικές προβλέψεις για το μέλλον είκοσι πέντε και πλέον πεζογραφικών φωνών. Απλώς μια πρώτη ψηλάφηση μιας ρευστής αφηγηματικής ζώνης στο ξεκίνημά της.

Με το παρόν αφιέρωμα ολοκληρώνουμε τον Οκτώβριο της λογοτεχνικής αποτύπωσης και ανίχνευσης (6&13 Οκτωβρίου αφιέρωμα στην επικείμενη ξένη λογοτεχνία και 20 Οκτωβρίου στην επικείμενη ελληνική πεζογραφία).

Πρώτη διαλογή για μια οκταετία

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου*

Από την οκταετία 2011-2018, που μας βάζει για τα καλά στον 21ο αιώνα, ξεχωρίζω δεκαέξι πεζογράφους, ορισμένοι εκ των οποίων έχουν ήδη προχωρήσει σε δεύτερο ή και σε τρίτο βιβλίο. Οι συγγραφείς της επιλογής μου έχουν γεννηθεί από το 1974 μέχρι το 1988 και το τοπίο ανοίγεται διάπλατα μπροστά τους.

Η κρίση του παρατηρητή πρέπει υπό αυτή την έννοια να παραμείνει λελογισμένη προς όποια κατεύθυνση κι αν στραφεί: τίποτε απολύτως δεν έχει μέχρι στιγμής κριθεί και τα πράγματα όπως τα βλέπουμε αυτή τη στιγμή είναι βέβαιο πως πολύ γρήγορα θα αλλάξουν. Μολονότι νιώθω ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με τις κατατάξεις, τις κατηγοριοποιήσεις και τις συνομαδώσεις, θα προτιμήσω στο ανά χείρας σημείωμα να τις αποφύγω – δεν αποτελούν καλό σύμβουλο αν θέλουμε να εκτιμήσουμε ένα τόσο ρευστό και ανοιχτό υλικό. Θα παρακολουθήσω, συνεπώς, τους νέους συγγραφείς κατά περίπτωση και κατά σειρά πρώτης εμφάνισης, αφήνοντας για το μέλλον τα γενικά συμπεράσματα.

Την αυλαία ανοίγει ο Βασίλης Δανέλλης μ’ ένα θεματικό και ειδολογικό φάσμα που ξεκινάει από την οικονομική κρίση και το αστυνομικό μυθιστόρημα και φτάνει μέχρι την ατμόσφαιρα μυστηρίου και την αλληγορία για τις περιπέτειες της γραφής – χωρίς λόγια τεχνάσματα και κόντρα στον οιονδήποτε εγκεφαλισμό.

Γράφοντας νουβέλες και διηγήματα, ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης θα μπορούσε να θεωρηθεί ερωτογράφος. Παρ’ όλα αυτά, ο έρωτας στις σελίδες του είναι περισσότερο ένα παρανόμι και μια πρόφαση για να οδηγηθούμε στο άγχος και το άλγος της υπαρξιακής περιδίνησης.

Με ένα μυθιστόρημα στο ενεργητικό του, ο Λευτέρης Καλοσπύρος προχωρεί σε μια δεξιοτεχνική άσκηση μεταμοντερνισμού. Δεν πρόκειται μόνο για την ανεύρετη αλήθεια και τα παραπλανητικά παιχνίδια των αντικατοπτρισμών, αλλά και για την υπόδειξη της εγγενούς αδυναμίας της σύγχρονης λογοτεχνίας να βρει μια αντιστοιχία στην πραγματικότητα. Στα μυθιστορήματα και τις νουβέλες της Μαριλένας Παπαϊωάννου κυριαρχεί ο Εμφύλιος, που αγωνίζεται να επουλώσει τα τραύματά του μέσω μιας ερωτικής ή καλλιτεχνικής ουτοπίας.

Με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ο Χρήστος Κυθρεώτης αποδεικνύεται ένας έτοιμος συγγραφέας: όχι μόνο γιατί επεξεργάζεται άρτια τις έξι αφηγηματικές του φωνές, δίνοντας εκτός των άλλων και μιαν υποβλητική χροιά στη λειτουργία τους, αλλά και επειδή χτίζει πόντο-πόντο τις συνθέσεις του, χωρίς να επιτρέψει την παραμικρή κακοτεχνία στον σκελετό της οικονομίας τους.

Μια ιλιγγιωδώς έκκεντρη και αποσπασματική τροχιά με διαλυμένους όλους τους ζωτικούς της συνδέσμους: αυτός είναι ο μυθιστορηματικός κόσμος του Ακη Παπαντώνη, που εξωθεί την ατομικότητα στα όριά της, βάζοντας ταυτοχρόνως στο παιχνίδι το πυρακτωμένο μέταλλο της πολιτικής και της Ιστορίας. Γράφοντας διηγήματα και μυθιστορήματα, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος δείχνει την επίδραση που έχουν στη διαταραγμένη συνείδηση των αφηγηματικών του προσώπων η ανέχεια, η υποβόσκουσα βία και τα εκ των προτέρων ακυρωμένα κανάλια επικοινωνίας.

Με τα διηγήματα και τα πεζά του, ο Δημήτρης Καρακίτσος δοκιμάζει μια παιγνιώδη συνομιλία με το φιλολογικό, το μυθολογικό και το ιστορικό παρελθόν. Οι παρωδίες του δεν ταυτίζονται με τη διακωμώδηση, μιλώντας κυρίως για την ικανότητα της τέχνης να γεννά ή να απαλείφει πραγματικότητες.

Στα δικά του διηγήματα ο Κώστας Περούλης καταγράφει επαγγέλματα που αντικατοπτρίζουν μια κοινωνική μηχανική στα δίχτυα της οποίας έχουν παγιδευτεί όλοι οι ήρωες: όταν οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουν εις το διηνεκές τις αυτοματοποιημένες κινήσεις τους. Και από τα ελλαδικά επαγγέλματα στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, που αποτυπώνεται στα μυθιστορήματα και τις νουβέλες της Κωνσταντίνας Σωτηρίου, χωρίς την ελάχιστη ανακίνηση του εθνικού πένθους, το οποίο δίνει ευθύς εξαρχής τη θέση του στον ρόλο του γυναικείου φύλου ή στο βάρος της προφορικής παράδοσης στην καθημερινή ζωή.

Παρά τον φόρτο της απώθησης και της δυσανεξίας από τον οποίο υποφέρουν οι πρωταγωνιστές στα διηγήματα της Καλλιρρόης Παρούση, δεν μετατρέπονται ποτέ σε τραγικές φιγούρες. Το μικροσύμπαν τους μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξαναγεννηθεί και να βάλει σε νέες βάσεις την τροχιά του. Το σημαντικότερο στοιχείο στο δυσοίωνο μυθιστορηματικό περιβάλλον του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου είναι πως η πραγματικότητα προκύπτει από τη μια μεριά ονειρική και από την άλλη απολύτως ρεαλιστική.

Ο Γιάννης Γορανίτης δεν μας δίνει μια συλλογή διηγημάτων, αλλά ένα οιονεί πολυπρόσωπο και πολύτροπο μυθιστόρημα δρόμου που διακρίνεται για την πολλαπλότητα του λόγου του: λόγος ασθματικός και παραληρηματικός, αγχώδης και παιδικός ή εφηβικός, αλλά και καθημερινός και λαϊκός. Στη λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου παραπέμπουν τα διηγήματα του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, που αντλεί τα υλικά του από τους αρχαίους μύθους, τον μυστικιστικό λόγο και τα λαϊκά παραμύθια.

Η Αλίκη Στελλάτου γράφει τα διηγήματά της βασισμένη εξ ολοκλήρου στην έννοια της επανάληψης. Ενας καθρέφτης της αγωνίας που προκαλεί η καθημερινή αναμέτρηση με την απροσδιοριστία του ατομικού ή του συλλογικού περίγυρου. Τέλος, μινιατούρες για την παιδική ηλικία, τον θάνατο, τη νιότη, τα γηρατειά, την ευρωστία, την αρρώστια, την περίθαλψη και τον έρωτα είναι τα διηγήματα της Ελένης Στελλάτου, που μοιάζει κάποτε να βγαίνουν μέσα από ένα παρατεταμένο και βαθύ όνειρο, γεννώντας ένα κύμα δραστικής φυγής από το πραγματικό.

*Ο Β. Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής».

Μορφικές αναζητήσεις, ανιχνευτικές ματιές

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

Περιμένεις από τους συγγραφείς στα πρώτα τους βήματα ένα νέο βλέμμα, τόσο στην ιδεολογία όσο και στη μορφή. Περιμένεις να σπάσουν τους υπάρχοντες κανόνες και να πειραματιστούν, με όλο το ρίσκο του καινούργιου. Περιμένεις να γράψουν με φιλόδοξο σχέδιο και να ξεπεράσουν το περίγραμμα της παλιότερης λογοτεχνίας, όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως ανάγκη λόγω της εξέλιξης της κοινωνίας. Οσοι, λοιπόν, εμφανίστηκαν μετά το 2010 κι είναι ακόμα φρέσκοι στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι –ασχέτως ηλικίας– άλλοτε κινούνται πιο συντηρητικά κι άλλοτε πιο ρηξικέλευθα, ακολουθώντας πολύτροπες πορείες.

Πολλοί γράφουν τα λογοτεχνήματά τους με τη ρεαλιστική γραφή που δεν ξενίζει, χωρίς αυτό να είναι αρνητικό. Πιθανότατα γράφουν ρεαλιστικά, άλλοτε με νατουραλιστική ακρίβεια (Δημήτρης Μεσορράχης, «Η ανάβαση», Εστία 2017) κι άλλοτε πειραγμένα, επειδή θέλουν να αφήσουν το θέμα τους να μιλήσει μόνο του, υποτάσσοντας (και συντάσσοντας) τη μορφή στην ιστορία τους.

Ο δύσκολος εγκλιματισμός στη Σκοτία (Γιώργος Μητάς, «Ιστορίες του Χαλ», Κίχλη 2011), η μετεφηβική ζωή του Χρίστου Κυθρεώτη («Μια χαρά», Πατάκης 2012), η ωμή πραγματικότητα της (ρατσιστικής) βίας (Γιάννης Τσίρμπας, «Η Βικτώρια δεν υπάρχει», Νεφέλη 2013), η σκληρή όψη της εργασίας (Κώστας Περούλης, «Αυτόματα», Αντίποδες 2015), η πορεία ανθρώπινων τύπων (Βαγγέλης Προβιάς, «Πλατεία Μεσολογγίου», Ολκός 2016), η σύγκρουση των γενιών (Βίβιαν Στεργίου, «Μπλε υγρό», Πόλις 2017, και Ελενα Γκιβίση, «Ρήγματα», Κέδρος 2018) στήνουν ζωντανά σκηνικά που δραματοποιούν το βίωμα.

Αυτός ο ρεαλισμός μπορεί να ρίχνει την προσοχή του άλλοτε στην Ιστορία (Μαριλένα Παπαϊωάννου, «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους», Εστία 2016 – Ελισάβετ Χρονοπούλου, «Ο έτερος εχθρός», Πόλις 2017), άλλοτε στην ηθογραφία (Γεωργία Τάτση, «Χορός στα ποτήρια», Γαβριηλίδης 2013), άλλοτε στην ατμόσφαιρα (Χριστίνα Πλαΐνη, «Take the A train», αυτοέκδοση 2017) κι άλλοτε στα τεκμήρια που σπάνε τον τοίχο της μυθοπλασίας προς την πραγματικότητα (Ακης Παπαντώνης, «Καρυότυπος», Κίχλη 2014).

Και φυσικά η γλώσσα που δεν είναι πάντα ουδέτερη και διαφανής αλλά συχνά αποκτά ποιητικές και παραμυθιακές διαστάσεις, στηρίζεται στη μεταφορά ή στη δύναμη της λέξης, παρεκκλίνει από τη νόρμα και κάνει την αφήγηση πιο εσωτερική (Τασία Βενέτη, «Του χιονιού», Το Ροδακιό 2013 – Νίκος Κουφάκης, «Οικογενειακή πορσελάνη», Κέδρος 2014 – Καλλιρρόη Παρούση, «Κανείς δεν μιλάει για τα πεύκα», Κέδρος 2016 – Θανάσης Σταμούλης, «Η σκιά στο δέντρο», Ποταμός 2016). Εδώ να εντάξω και τη χρήση διαλέκτου, όπως κάνει η Κύπρια Κωνσταντία Σωτηρίου («Η Αϊσέ πάει διακοπές», Πατάκης 2015).

Αυτή η γλώσσα έχει ήδη περάσει την πεζογραφία σε ένα είδος ποιητικού ρεαλισμού, που απέχει λίγο από τον μαγικό ρεαλισμό (Χριστίνα Καράμπελα, «Ο ψίθυρος της Ευδοκίας», Πόλις 2015), κι αυτός μας συστήνει το φανταστικό ως συνειδητή επιλογή αυτής της φουρνιάς.

Η φυγή από την πραγματικότητα σε παράλληλους κόσμους, η ένθεση φανταστικών στοιχείων στο καθημερινό, η αλληγορία κι ο συμβολισμός ανοίγουν τη λογοτεχνία μας στο επέκεινα και στο παράλογο. Δείγματα αυτού του φανταστικού είναι ο δαιμονικός κόσμος στο «Καλημέρα καλούδια μου» (Δώμα 2018) του Νικήτα Παπακώστα ή οι διεισδύσεις του αλλόκοσμου στην πραγματικότητα (Βασίλης Χουλιαράς, «Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουά», Μελάνι 2015, και Κωνσταντίνος Τζήκας, «Κομμένα», Νεφέλη 2016). Σημειώνω εδώ την ιμπρεσιονιστική γραφή της Μέμης Κατσώνη («Ο Λένιν στον Αγιο Αντώνιο», Γαβριηλίδης 2013) και την προσωποποίηση πραγμάτων στη «Γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» (Γαβριηλίδης 2011) της Μαρίας Ιωάννου.

Εκεί κοντά παραμονεύουν η ουτοπία κι η δυστοπία, που αντανακλούν την παραφροσύνη και το ανεξήγητο του κόσμου μας: ο καφκικός κόσμος του Θωμά Συμεωνίδη («Γίνε ο ήρωάς μου», Γαβριηλίδης 2015) κι ο σκοτεινός εφιάλτης του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου («Ιάκωβος», Αντίποδες 2016).

Είμαστε ήδη στο μεταμοντέρνο, τόσο στην ιδεολογία της ασάφειας και της κατασκευής όσο και στη μορφή της αποσπασματικότητας και της πολυεπίπεδης πλοκής. Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς στήνει φανταστικά αδιέξοδα μπορχεσιανών καταβολών («Τελευταία προειδοποίηση», Αντίποδες 2016), ενώ ο Λευτέρης Καλοσπύρος στη «Μοναδική οικογένεια» (Πόλις 2013) ανοιγοκλείνει αφηγήσεις, ο Γιάννης Γορανίτης («24», Πατάκης 2017) φτιάχνει αστικά παλίμψηστα με ιστορίες μέσα στον ηλεκτρικό, ενώ ο Σωφρόνης Σωφρονίου («Οι πρωτόπλαστοι», Το Ροδακιό 2015) επιχειρεί μια φιλόδοξη κατασκευή που συνδυάζει Ιστορία, μύθους, ζωγραφική, φανταστικά και πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Οι συγγραφείς σαν αυτούς ρισκάρουν με πολυδαίδαλες πλοκές και λαβυρινθώδεις αφηγήσεις, προσπαθώντας να αποδώσουν την περιπλοκότητα του κόσμου και τη χαοτική μορφή του.

Ολοκληρώνω τις φορμαλιστικές καινοτομίες με κείμενα που ακολουθούν τον δικό τους δρόμο, φυγόκεντρα όσο και ρηξικέλευθα: τα μικρά διηγήματα εσωτερικού μονολόγου του Αλέξανδρου Κυπριώτη («Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι», Ινδικτος 2013), αλλά κι ο χειμαρρώδης μονόλογος του Νίκου Βεργέτη («Χόλυ Μάουνταιν», Κέλευθος 2017), η χρήση αναξιόπιστου αφηγητή (Βασιλεία Γεωργίου, «Η έκτη μέρα», Γαβριηλίδης 2015) αλλά κι ο υβριδισμός του «Μπερλίν» (Πόλις 2017) της Αντζης Σαλταμπάση, όπως κι η πετυχημένη αναβίωση του Νέου Μυθιστορήματος (Μαριάννα Ευαγγέλου, «Οστινάτο», Πατάκης 2017).

Μεταξύ 2011-2018 δεν εμφανίζονται μόνο νέοι ηλικιακά συγγραφείς, αλλά και μεγαλύτεροι, που επιδιώκουν να ντύσουν κατάλληλα τις σκέψεις τους και να παρουσιάσουν τον κόσμο με το ανάλογο πρίσμα. Ολοι αυτοί ψηλαφούν τον κόσμο με τα νέα δάχτυλα της γραφής.

Πολύμορφο, πολύχρωμο, ρευστό τοπίο

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

Κοινός τόπος η επανάληψη της διαπίστωσης για την ποιότητα των γραπτών και του στοχασμού των πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων της τελευταίας οκταετίας, μιας μικρής πλην «κρίσιμης» περιόδου, που όμως περιλαμβάνει τόσο δυναμικές παρουσίες εκπροσώπων νεότερων γενεών όσο και όψιμες εμφανίσεις. Δικαίως τα βιβλία τους κατέλαβαν θέσεις στους εκδοτικούς καταλόγους, απέκτησαν αναγνώστες, απασχόλησαν την κριτική.

Τουλάχιστον στη δική μου κριτική ματιά (που απέκτησε κάποια συστηματικότητα την ίδια εποχή) φαντάζει δύσκολη μια πανοραμική κατόπτευση που θα αναζητούσε κοινούς άξονες ή τάσεις σε μια ετερόκλητη παραγωγή που απλώθηκε σε όλο το ειδολογικό φάσμα, από το ακαριαίο μικροδιήγημα μέχρι και το συνθετικό μυθιστόρημα, και περιλαμβάνει από κλασικότροπες αφηγήσεις (σπανιότερα) μέχρι, κυρίως, (μετα)μοντέρνους πειραματισμούς. Διαφορετικών αφετηριών, στοχεύσεων και τρόπων πεζογράφοι, με σοβαρότητα αλλά όχι σοβαροφάνεια (επιτέλους γερές ενέσεις χιούμορ και ειρωνείας), αναζήτησαν νέα θεματολογία, προσπάθησαν να συντονιστούν με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή να ανοιχτούν στον κόσμο και κυρίως δοκίμασαν αφηγηματικές φόρμες. Δεν είναι λίγα.

Στη μεγάλη φόρμα, για παράδειγμα, μόνιμο ζητούμενο της ελληνικής πεζογραφίας, οι πιο προωθημένες μορφικά επιλογές των νεοτέρων έδωσαν αξιοσημείωτους καρπούς: από τη δεξιοτεχνικά ρευστή και κατοπτρικά αναδιπλασιασμένη πολυεστιακή αφήγηση του Λευτέρη Καλοσπύρου («Η μοναδική οικογένεια», Πόλις 2013), στο πολυτροπικό και πολυφωνικό ψηφιδωτό αφηγήσεων του Σωφρόνη Σωφρονίου («Οι πρωτόπλαστοι», Το Ροδακιό, 2015) και από τις μυθιστορηματικές ακροβασίες του Θωμά Συμεωνίδη γύρω από καφκικά αδιέξοδα («Γίνε ο ήρωάς μου», Γαβριηλίδης 2015) ή μπεκετικές αχόρταγες τρύπες («Μυθιστόρημα», 2017), στον εφιαλτικό κόσμο του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου («Ιάκωβος», Αντίποδες 2016) ή στην εμμονική ανασκαφή της μνήμης στο μουσικότροπο «Οστινάτο» της Μαριάννας Ευαγγέλου (Πατάκης 2017).

Η ιστορία δεν απουσιάζει: μια οικογενειακή σάγκα συνομιλεί με τη λογοτεχνία τεκμηρίων (Βίκυ Τσελεπίδου, «Αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;», Νεφέλη 2017), μια ιστορική κατάδυση σαρκάζει όψεις του παρόντος (Αγης Πετάλας, «Εις την ψυχήν ελπίδα», Εστία, 2018), στη φρίκη του εμφυλίου εστιάζουν οι ευρηματικές αφηγήσεις της Μαριλένας Παπαϊωάννου («Νικήτας Δέλτα», Εστία 2013, κυρίως στο «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους», Εστία 2016) και εξαιρετικό δραματικό βάθος διαθέτουν οι «κυπριακές» ιστορίες της Κωνσταντίνας Σωτηρίου («Η Αϊσέ πάει διακοπές», Πατάκης, 2015 / «Φωνές από χώμα», Πατάκης 2017).

Οχι μόνο η ιστορία, αλλά ούτε η «κρίση» είναι απούσα από τον προβληματισμό των νεοτέρων: από την αποδραματοποιημένη σαρκαστική εκδοχή της στη λόγια σπονδυλωτή σάτιρα «Οι ιστορίες του κυρίου Δ*» (Αντίποδες, 2015) του Αγη Πετάλα στην εξαιρετική καταμέτωπη θεώρηση του ρατσισμού στο «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» (Νεφέλη 2013) του Γιάννη Τσίρμπα, ενώ ενδιαφέρουσα πρόταση για μια μοντέρνα αστική ηθογραφία θα μπορούσε να θεωρηθεί η κλειστοφοβική θρυμματισμένη αφήγηση της Κατερίνας Παπαντωνίου («Σκοτεινό ασανσέρ», Τόπος).

Η λογοτεχνία φωτίζει πολυπρισματικά την ερωτική μοναξιά στις στοχαστικές «Αλεπούδες στην πλαγιά» (Πατάκης 2013) του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, τη δύναμη της βιωμένης μνήμης στον αυτοπροσδιορισμό σχολιάζει ο συγκλονιστικός «Καρυότυπος» (Κίχλη 2014 ) του Ακη Παπαντώνη, εντυπωσιακή η περιπλάνηση της χαμηλόφωνης γραφής του Βασίλη Δανέλλη σε διάφορα είδη, ενδιαφέρουσα η χιουμοριστική εισβολή στο ελληνικό αστυνομικό από τον Μάρκο Κρητικό και τη Μιράντα Βατικιώτη αλλά και η νουάρ γραφή του Κώστα Μουζουράκη.

Εξαιρετικά ώριμος ο συντονισμός θέματος και εκφραστικών τρόπων στα διηγήματα του Χρήστου Κυθρεώτη («Μια χαρά», Πατάκης 2014), από εσωτερικές ψυχογραφίες μέχρι ψευδοδοκίμια περιλαμβάνουν τα εύθρυπτα αφηγήματα του Νίκου Κουφάκη («Οικογενειακή Πορσελάνη», Κέδρος 2014), χειμαρρώδης η γραφή της Καλλιρρόης Παρούση («Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα», Κέδρος 2016) αποτυπώνει το ρευστό κοινωνικό τοπίο, και ολόφρεσκη η ιδιοσυγκρασιακή φωνή της Ελένης Στελλάτου στα ακαριαία πεζά της συλλογής «Το κόκκινο και το άσπρο» (Πόλις 2018). Τίποτα δεν θα εμπόδιζε τον Γιάννη Γορανίτη να ονομάσει μυθιστόρημα τη σπονδυλωτή συλλογή των ιστοριών του («24», Πατάκης 2017) που τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς παράλληλα πριν διασταυρωθούν, ενώ η Ελισάβετ Χρονοπούλου («Φοράει κοστούμι», Πόλις 2013) κομίζει στην ελληνική διηγηματογραφία μια ματιά πάνω στα ανθρώπινα, οξυμμένη από τη γόνιμη θητεία της στην κινηματογραφική σκηνοθεσία και το μοντάζ, αλλά η γραφή της θα αγγίξει την ωριμότητα με τα σπαραχτικά διηγήματα του «Ετερου εχθρού» (Πόλις 2017).

Τέλος, τα άρτια τεχνικά και αναπάντεχα θεματικά, πεζά με τη λαβυρινθώδη δομή του Παναγιώτη Κεχαγιά («Τελευταία προειδοποίηση», Αντίποδες 2016), οι κυκλωτικές εσωτερικά αναδιπλασιαζόμενες αφηγήσεις του Κώστα Μαλούτα [«Μια φορά (κι ίσως και άλλη μια)», Εκάτη 2015 / «Το τελευταίο σήμερα», Εκάτη 2017], οι ονειρικά καλειδοσκοπικές ιστορίες του Δημήτρη Καρακίτσου («Βένουσμπεργκ», Αντίποδες 2015 / «Οι Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε», Ποταμός 2017), η σπονδυλωτή, παροξυσμικά διακειμενική ιλιγγιώδης αφήγηση της Ελένης Γιαννάτου («Κύριος Πηνελόπη» Κίχλη, 2018) και η μάλλον αγνοημένη, έκκεντρη και πολυσυλλεκτική «Τριλογία της Νεραϊδονονάς» («Οι Αναπόφευκτοι», 2012 / «Το Διπλό Δωμάτιο», 2013 / «Νεραϊδονονά», Φαρφουλάς 2015) του Νίκου Σταμπάκη που διαρκώς αποδομείται και ανασυντίθεται με τον τρόπο της υπερρεαλιστικής αφήγησης, νομίζω ότι αξιοποίησαν στο έπακρο τις δημιουργικές δυνατότητες της λογοτεχνίας.

Να μια πρώτη περιδιάβαση σε ένα πολύμορφο, πολύχρωμο και ακόμα ρευστό τοπίο. Κλείνω, τολμώντας μία μόνο, φαινομενικώς παράδοξη, παρατήρηση: η ολοένα μεγαλύτερη διεύρυνση των άμεσων επιδράσεων των νεοτέρων από τη σύγχρονη παγκόσμια λογοτεχνία που συνοδεύεται συχνά από την έλλειψη επαφής με το βάθος της ελληνικής πεζογραφίας –τουλάχιστον σε σχέση με παλαιότερες πεζογραφικές φουρνιές– δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στη γλωσσική τους ποιότητα, η οποία είναι σαφώς ανώτερη πάλι σε σχέση με προκατόχους τους. Γιατί, πράγματι, νομίζω ότι το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η ιδιαίτερη φροντίδα τους για τη γλώσσα και το ύφος. Πληθωρικοί ή μετρημένοι, ερμητικοί ή διαφανείς, κοπιάζουν πάνω από τη λευκή σελίδα και ελέγχουν απόλυτα τα εκφραστικά τους μέσα. Η νέα φουρνιά συνεχίζοντας το σερί των πολλά υποσχόμενων εμφανίσεων τα προηγούμενα χρόνια (Κάλλια Παπαδάκη, Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γιάννης Παλαβός, Πάνος Τσίρος κ.ά.) είναι σίγουρο ότι θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.

Αυτή η τρομερή οκταετία…

Της Κατερίνας Σχινά

Αυτή η τρομερή οκταετία, οκταετία κρίσης και κατάλυσης των βεβαιοτήτων, διασάλευσης των αξιών, σταδιακής επικράτησης της ευτέλειας στον δημόσιο βίο, ανέδειξε πολλούς νέους συγγραφείς (αμφιβάλλω αν δημιούργησε αναλογικά και νέους αναγνώστες), αρκετοί από τους οποίους, βέβαια, δεν ήταν νέοι και σε ηλικία. Γεννημένοι τη δεκαετία του ’50 ή του ’60, αποκάλυψαν τέτοιες αφηγηματικές χάρες, τόση τόλμη, ετερογένεια τρόπων και ποικιλία θεματικών, ώστε θα άξιζε τον κόπο να τους συμπεριλάβουμε σε τούτο το σημείωμα – πολύ πρόχειρα, σκέφτομαι τη Ρούλα Γεωργακοπούλου με το έξοχο «Δέντρα πολλά δέντρα» (Πόλις), τον Γιώργο Κυριακόπουλο με την «Τρισεγγονή της Αραπίνας» (Εστία), τον μάστορα της ειρωνείας Γιάννη Βαλτή με το «Extra Ball» (Ποταμός) και πολύ πρόσφατα με το «Μπουγάτσα Εάλω» (Ποταμός), τη Μαριάννα Ευαγγέλου με το «Οστινάτο» (Πατάκης) της, μια αποκαρωτικά επαναληπτική συνύφανση μουσικής και μνήμης, ή τη Μαρία Τσιμά με τη συγκλονιστική της νουβέλα «Το λιθόστρατο» (Στερέωμα). Ομως ο λόγος σήμερα γίνεται για τους νεότερους, τους γεννημένους από το 1970 και μετά, γι’ αυτό και θα παραμερίσω με αρκετό, ομολογουμένως, δισταγμό τους μεγαλύτερους, της γενιάς μου, παρότι η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη με «late starters» που αν και άρχισαν αργά, τη σφράγισαν ανεξίτηλα. Και θα εστιάσω, βουτώντας σ’ αυτό το ενδιαφέρον, πολύμορφο αλλά εν πολλοίς αδιαμόρφωτο ακόμη υλικό, στις γυναίκες συγγραφείς που διεκδικούν με ιδιαίτερο δυναμισμό τη φωνή τους.

Κύπρια, η Κωνσταντία Σωτηρίου (Πατάκης), εγγράφει στα μυθιστορήματά της το ζήτημα της ταυτότητας –ή μάλλον των πολλών, αλληλεπικαλυπτόμενων ή αλληλοσυγκρουόμενων κυπριακών ταυτοτήτων– με εντυπωσιακή λεπτότητα, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς εξάρσεις, αλλά με ιδιαίτερα επιδέξιο χειρισμό των αποχρώσεων της γλώσσας για τη μετάδοση της συγκίνησης. Κι αυτός ο εξαιρετικά επιδέξιος και συνάμα γοητευτικός χειρισμός της γλώσσας προτείνει, νομίζω, ένα πεδίο γόνιμου προβληματισμού για το πώς μπορεί να λειτουργήσει η ντοπιολαλιά στο πλαίσιο της σύγχρονης αφήγησης. Κάτι ανάλογο απασχολεί και τη Βασιλική Πέτσα (Πόλις), η οποία με το τελευταίο βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων «Μόνο το αρνί», κινούμενη στο μεταίχμιο επινόησης και μαρτυρίας, μυθοπλασίας και ιστορικού συμβάντος, πειραματίζεται με το τοπικό ιδίωμα και θέτει ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργικότητα ή μη της αφιλτράριστης καταγραφής/αναπαραγωγής του προφορικού λόγου στην πεζογραφία.

Η γλώσσα είναι ο γόνιμος τόπος όπου θάλλει οργιαστικά ο πεζογραφικός βλαστός της Ελένης Γιαννάτου («Ο Κύριος Πηνελόπη», Κίχλη), ένας τόπος όπου το παιχνίδι με τις λέξεις, οι πυκνές διακειμενικές αναφορές, οι επιδρομές σε άλλες τέχνες όπως το σινεμά και η μουσική, συνθέτουν ένα ιδιαιτέρως έξυπνο και στοχαστικό αφήγημα. Θαλερή και έκκεντρη και η φαντασία της Ούρσουλας Φωσκόλου («Το κήτος», Κίχλη) ανατρέπει τη συμβατική λογική, εισβάλλει στην επικράτεια του ανοίκειου, υποσκάπτει τον επιφανειακό ρεαλισμό της αφήγησης, ανοίγει διόδους προς το μεταφυσικό.

Η Αλίκη Στελλάτου, από την άλλη πλευρά, με τη «Γάτα στον κήπο» (Κίχλη) επιδίδεται σε μια έμμονη ανάκληση ενός τραυματικού συμβάντος μέσω δύο αφηγηματικών φωνών σε αντιστικτική συνήχηση: νύξεις σε απωθημένα βιώματα, παράγωγα των καταπιεσμένων συναισθηματικών παρορμήσεων, συνειρμοί που εναγωνίως επιζητούν τους αρμούς που θα τους δώσουν συνοχή, διαφυγή στη λήθη και έκκληση στη μνήμη, σε μια αναζήτηση του απωθημένου γεγονότος (ή μήπως του εαυτού;) που συνεχώς θα διαφεύγει. Μια έξοχη αποτύπωση του συνειδησιακού χάους.

Η ετέρα Στελλάτου, η Ελένη, με τη συλλογή μικρών πεζών «Το Κόκκινο και το Ασπρο» (Πόλις) δίνει μια εικόνα της ρευστής καθημερινότητας, σαν τις αντανακλάσεις φωτεινών αντικειμένων στο νερό, που τρεμίζουν, μπερδεύονται, σβήνουν και πάλι αναδύονται, σε μια συναρπαστική αφήγηση που υπονομεύει τη γραμμική εκτύλιξη του χρόνου. Ο χρόνος (αλλά και ο τόπος) διασαλεύεται και στα πεζά της Καλλιρρόης Παρούση («Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα», Κέδρος) όπου οι νεαροί ήρωές της, νεόφυτοι της ζωής, εφορμούν στη ζωή καβάλα στην αυταπάτη, ρευστοί και αυτοί όπως και ο βίος τον οποίο θα κληθούν να ζήσουν. Ρευστή ή μάλλον απύρηνη και η καθημερινότητα την οποία συμπυκνώνει σε μία μόλις ημέρα η Μαριαλένα Σεμιτέκολου στο σύντομο μυθιστόρημά της «Οι Κυριακές το καλοκαίρι» (Ικαρος), μια σπουδή στην ακηδία και συνάμα ένα χρονικό της αποξένωσης, της συρρίκνωσης του εαυτού σε έναν κόμβο συμβατικών αντιδράσεων, που σφαδάζει ψυχικά επιζητώντας διέξοδο – ένα αφήγημα που αποτυπώνει με εξαιρετική δεξιότητα τον γυναικείο ψυχισμό σε μια κρίσιμη βιοτική καμπή.

Υπάρχουν, ασφαλώς, και άλλες, πολλές, εξίσου νέες, όχι βέβαια πρωτοεμφανιζόμενες, αλλά άκρως υποσχετικές. Δύο ονόματα μόνο, που διεγείρουν πάντα την αναγνωστική μας ανυπομονησία: Κάλλια Παπαδάκη και Ελενα Μαρούτσου.

* H K. Σχινά είναι κριτικός λογοτεχνίας στην «Καθημερινή της Κυριακής».

Υφολογικές κατακτήσεις στη μικρή φόρμα

Της Ελένης Παπαργυρίου 

Στην περιήγηση του τοπίου της παραγωγής νέων πεζογράφων μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές θεματικές κατευθύνσεις: κείμενα που περιστρέφονται γύρω από την οικονομική κρίση και συναφή πολιτικά φαινόμενα, την αναδίφηση στο ιστορικό αρχείο του εθνικού ιδεολογήματος και, τέλος, την υπαρξιακή στόχευση, που εκδηλώνεται σε πεζογραφήματα που κυμαίνονται από το μυθιστόρημα διαμόρφωσης μέχρι το αλληγορικό νουάρ.

Χωρίς να είμαι εξαντλητική αναγνώστρια του συνόλου της παραγωγής, ξεχωρίζω εδώ νέους συγγραφείς που κατάφεραν με τις πρώτες εμφανίσεις τους να βρουν τη δική τους φωνή και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν ένα σύνθετο σύστημα προθέσεων με δικαιωμένα αποτελέσματα.

Η ομάδα των πεζογράφων που εμφανίζονται μετά το 2011 έχει διαμορφωθεί καθοριστικά από την οικονομική κρίση, γεγονός που αποτυπώνεται και στα κείμενά της. Οι πτυχές της κρίσης που επεξεργάζονται οι νέοι πεζογράφοι δεν αφορούν τόσο την οικονομική δυστοκία όσο τα παράγωγά της: τη νομιμοποίηση της βίας και των φασιστικών μορφωμάτων καθώς και την υπονόμευση της παραγωγικής διαδικασίας. Η σύνδεση κρίσης και φασισμού επιτυγχάνεται με καθηλωτικό τρόπο στη νουβέλα Η Βικτώρια δεν υπάρχει του Γιάννη Τσίρμπα (Νεφέλη, 2013).

Η ανάδειξη της πολυπλοκότητας του φασισμού και ταυτόχρονα η κοινοτοπία του πραγματώνεται μέσα από τη συναρπαστική διαλεκτική αντιπαράθεση δύο χαρακτήρων. Το σύνθετο αυτό εγχείρημα καθιστά τον Τσίρμπα μία από πιο ενδιαφέρουσες φωνές της γενιάς του. Εδώ έρχεται να προστεθεί η Πέλα Σουλτάτου, μια πεζογράφος που έγινε γνωστή μέσα από το μπλογκ Του κανενός το ρόδο.

Στο μυθιστόρημα Ανκόρ (Καστανιώτης, 2015, πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της μετά το Τα φώτα στο βάθος, Απόπειρα, 2013) ανατέμνει με επιτυχία τις συνθήκες επώασης του φασισμού μέσα στην κρίση με μια ακονισμένη γραφή που το μόνο της μειονέκτημα είναι κάποτε η ευθεία προβολή των αξιών που πρεσβεύει η συγγραφέας στην τριτοπρόσωπη αφηγηματική στόχευση του κειμένου. Η ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης της εργασίας ως παράγωγο της κρίσης αναδεικνύεται ευφυέστατα στη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Περούλη Αυτόματα (Αντίποδες, 2015). Θεωρώ ότι και οι τρεις πεζογράφοι θέτουν ισχυρή παρακαταθήκη στην πεζογραφία με πολιτική στόχευση.

Η τελευταία δεκαπενταετία έχει φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη επιστροφής στον γενέθλιο τόπο, στην ελληνική επαρχία και στο ευρύτερο πεδίο του εθνικού ιδεολογήματος που φιλτράρεται μέσα από το πρίσμα της τοπικότητας. Η κρίση ενέτεινε ενδεχομένως αυτήν την ανάγκη. Πολλοί ήδη καταξιωμένοι πεζογράφοι, όπως ο Γιάννης Ατζακάς, ο Κώστας Καβανόζης και ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, έθεσαν στέρεες βάσεις σε αυτό το πεδίο.

Τη θεματική αυτή εμπλουτίζει καθοριστικά η συλλογή ιστοριών του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας (Αντίποδες, 2017), που αναμειγνύει γοητευτικά τις λαογραφικές παραδόσεις με το παραμύθι και τον μαγικό ρεαλισμό.

Ενα εξαιρετικό μυθιστόρημα που εκμεταλλεύεται τεχνικές αναδίφησης του ιστορικού αρχείου μπολιάζοντάς το επίσης με στοιχεία παραμυθιού είναι το Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; της Βίκυς Τσελεπίδου (Νεφέλη, 2017), η δεύτερη εμφάνισή της μετά την επίσης πετυχημένη συλλογή διηγημάτων Ελενίτ (Νεφέλη, 2014). Μέσα από την αφήγηση της ιστορίας τριών γενεών μιας οικογένειας η Τσελεπίδου αναμοχλεύει το εθνικό αρχείο του μικρασιατικού ξεριζωμού και της μετα-μνημονικής επεξεργασίας του από τους απογόνους των προσφύγων στη βόρεια Ελλάδα.

Είναι οξυδερκής ο παραλληλισμός που γίνεται στο βιβλίο ανάμεσα στην κακοποίηση του προσφυγικού σώματος και στο τραύμα της έμφυλης κακοποίησης που υφίσταται η κεντρική ηρωίδα από τον σύζυγό της.

Περνώντας στην τρίτη θεματική κατηγορία, πολύ ενθαρρυντικό υπήρξε το πεζογραφικό ντεμπούτο της Ελίζας Παναγιωτάτου με το μυθιστόρημα Τεχνικές Κολύμβησης (Αντίποδες, 2017), που αναζωογονεί το είδος του Bildungsroman, του μυθιστορήματος διαμόρφωσης, εμμένοντας σε έμφυλα στοιχεία και ανιχνεύοντας με ευαισθησία και αφηγηματική δεινότητα την άνθηση της γυναικείας σεξουαλικότητας.

Αντίστοιχα, από τη σκοπιά της αντρικής εμπειρίας ράβεται και ξηλώνεται το σεξουαλικό παρελθόν του ήρωα στη διεισδυτική νουβέλα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη Αλεπούδες στην πλαγιά (Πατάκης, 2013), ενώ έπεται η συλλογή διηγημάτων του Ομορφοι έρωτες (Πατάκης, 2016). Στην τελευταία είναι σημαντική η ειρωνική αντιπαράθεση χαρακτήρων/εραστών και η συντριβή τους κάτω από συνθήκες που δεν άπτονται του ελέγχου τους.

Ωστόσο, το αποστασιοποιημένο συναισθηματικά ύφος της νουβέλας Αλεπούδες στην πλαγιά την καθιστά το καλύτερο από τα δύο. Στην εξαιρετική νουβέλα του Ακη Παπαντώνη Καρυότυπος (Κίχλη, 2014) το ζητούμενο ενός ερευνητή βιοχημείας στην Οξφόρδη κατά πόσον η στοργικότητα είναι κληρονομική και αποτυπώνεται στη μνήμη επιβεβαιώνει μόνο τη βασανιστική ανάγκη της. Εναγωνίως αναμένουμε το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαντώνη, η κυκλοφορία του οποίου έχει ήδη ανακοινωθεί. Στην κατηγορία αυτή ξεχωρίζει επίσης η σύνθετη νουβέλα της Αλίκης Στελλάτου Γάτα στον κήπο (Κίχλη, 2018).

Πολύ πετυχημένη πρώτη εμφάνιση αποτελεί το Καρμπόν του Γιώργου Κούβα (Κίχλη, 2017), που μπορεί να χαρακτηριστεί υπαρξιακό νουάρ. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε μια έξυπνη ιδέα: μετά από κάποιο ατύχημα ο κεντρικός ήρωας Αρης Κοντός αποκτά υπερφυσική ακοή που του επιτρέπει να ακούει τα πάντα σε ακτίνα δεκάδων μέτρων. Ετσι γίνεται ωτακουστής της ζωής των ενοίκων της πολυκατοικίας του και κυρίως του ζωγράφου που μένει στο ρετιρέ του πάνω ορόφου. Ως διαστροφικός Doppelgänger, ο Κοντός φαντάζεται ότι είναι ο ζωγράφος, μιμείται πιστά τις κινήσεις του προτύπου του, γίνεται καρμπόν του ήρωά του. Το μυθιστόρημα εστιάζει στην –μυθιστορηματικά τουλάχιστον– ανεξερεύνητη αίσθηση της ακοής, θέτοντας ταυτόχρονα στο κέντρο της προβληματικής του ζητήματα αναπαράστασης.

Μία από τις αρετές του Καρμπόν είναι η καλοστημένη πλοκή που προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η αρετή αυτή φαίνεται να είναι γενικώς υποτιμημένη στις προσπάθειες των νέων πεζογράφων. Ενώ δηλαδή έχουμε θαυμάσια δείγματα ύφους στη μικρή φόρμα (διήγημα, νουβέλα, μικρό μυθιστόρημα), σπάνια αυτά συνδυάζονται με μια συναρπαστική ιστορία που ξεδιπλώνεται σε μεγαλύτερη έκταση.

Οι νέοι συγγραφείς δεν δείχνουν να επενδύουν στις έννοιες της πλοκής, στην αναλυτική ψυχογράφηση χαρακτήρων, ούτε σε διαλόγους που φέρνουν διαλεκτικά αντιμέτωπα τα πρόσωπα και δείχνουν την ψυχολογική τους εξέλιξη στον χρόνο: είναι χαρακτηριστική η απουσία εκτενών σκηνών στα περισσότερα από τα πεζογραφήματα που εξετάζονται εδώ. Χρησιμοποιώντας συστηματικά την αφηγηματική τεχνολογία του μοντερνισμού, κυρίως στοιχεία επαναληπτικότητας, θραυσματικότητας, παραθεματικότητας και απουσία γραμμικής εξέλιξης, οι νέοι πεζογράφοι κατακτούν τα ζητούμενα της πυκνότητας και της υφολογικής πρωτοτυπίας.

Θα ήταν ευχής έργον οι κατακτήσεις αυτές να συνδυαστούν με ιστορίες που ακονίζουν την αναγνωστική περιέργεια στη μεγάλη φόρμα.

* Η Ελ. Παπαργυρίου είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας (Πανεπιστήμιο Πατρών).

 

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.