Το διήγημα δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο «83 Ιστορίες Μπονζάι για το σημείο μηδέν» (Επιμέλεια: Βασίλης Μανουσάκης, Ηρώ Νικοπούλου, Έλενα Σταγκουράκη, Εκδόσεις Σιδέρη
Κοιτάς ψηλά. Ποτέ δεν κοιτάς ψηλά. Μόνο οι τουρίστες κοιτούν ψηλά. Ο ουρανός ανέφελος. Το σύννεφο πυκνώνει. Όνειρο, σκέφτεσαι. Δεν μπορεί.
Βάζεις ξανά τις προτάσεις τη μία δίπλα στην άλλη: ο ουρανός ανέφελος, το σύννεφο πυκνώνει. Όνειρο. Δεν μπορεί. Εφιάλτης. Ο ουρανός ανέφελος, γαλάζιος. Βαθύ γαλάζιο, λες κι ένα παιδί τον έβαψε με κηρομπογιές. Το σύννεφο γκρίζο. Η γέφυρα γεμάτη. Γεμάτη από πεζούς. Άδεια από αυτοκίνητα. Όνειρο. Δεν μπορεί.
Βάζεις πάλι τις προτάσεις τη μία δίπλα στην άλλη, τις λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη, τις σκέψεις τη μία δίπλα στην άλλη. Δεν μπορεί. Συνεχίζεις να τρέχεις. Όλοι τρέχουν. Ανάσα. Ο αέρας πυκνός. Μολύβι.

Το πρωί, πριν στρίψεις στη Liberty, έκανες το σταυρό σου. Έξω από τον Αϊ-Νικόλα. Πώς σου ’ρθε; Ποτέ δεν κάνεις το σταυρό σου. Από τότε που ’φυγες από την Ελλάδα, δεν κάνεις σταυρούς και τέτοια. Ακούς φωνές, ουρλιαχτά, σειρήνες. Στο μυαλό σου ησυχία. Πού και πού ακούγονται τα φτερά των αγγέλων, όπως χτυπάνε στα γυμνά πλευρά τους.
Σφίγγεις τον χρυσό σταυρό στη χούφτα σου, το περιδέραιο κρέμεται λειψό, κρυώνει για μια στιγμή το ζεστό σου δέρμα, όνειρο λες από μέσα σου. Ζεσταίνεσαι, ιδρώνεις, το μέτωπό σου καίει, ζαλίζεσαι. Σφίγγεις ξανά τον σταυρό στη χούφτα. Από τότε.
Είσαι στην Ελλάδα, στο νησί, στην πόρτα του Αϊ-Νικόλα, ενός άλλου, μακρινού Αϊ-Νικόλα. Περιμένεις με τ’ άλλα παιδιά να κοινωνήσεις. Έχει ήλιο. Ζεσταίνεσαι, ιδρώνεις, το μέτωπό σου καίει, ζαλίζεσαι. Μια μαυροντυμένη σε σπρώχνει μέσα, μια φάλτσα φωνή ψέλνει: σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν, θες να καθίσεις, να κρατηθείς από κάπου, τα παιδιά ανοίγουν όπως σε βλέπουν να πέφτεις.
Δεν πρόφτασες να κοινωνήσεις. Έκανες όπως όπως το σταυρό σου, ξαπλωμένη ανάσκελα. Κάνεις όπως όπως το σταυρό σου. Αϊ-Νικόλα, λες από μέσα σου, αφήνεις τη φράση μετέωρη, Αϊ-Νικόλα, λες· οι άλλοι ανοίγουν όπως σε βλέπουν να πέφτεις.
*
