Διήγημα του Γιάννη Γορανίτη, μία από τις συμμετοχές που κέρδισαν τιμητικό έπαινο στον διαγωνισμό «Δείπνο» του diavasame.gr (Δεκέμβριος 2014).
Πιασμένος απ’ τα μαλλιά της Αφροδίτης
Ήταν άβολο για όλους. Και για ’μένα που έτρωγα ολομόναχος και για ’κείνους που με παρακολουθούσαν. Το τραπέζι είχε μόλις στρωθεί –τρόπος του λέγειν δηλαδή, καθώς πάνω στο πλαστικό τραπεζομάντιλο βρίσκονταν πρόχειρα παρατεταγμένες οι χαρτονένιες συσκευασίες του φαγητού, ένα πλαστικό σετ μαχαιροπήρουνων κλεισμένο σε σελοφάν και ένα μικρό ημιδιάφανο μπουκάλι κρασιού. Τη δεδομένη στιγμή όμως το τελευταίο που με απασχολούσε ήταν το αρτ ντε λα ταμπλ. Τουλάχιστον όλα τα φαγητά είχαν έρθει όπως τα παρήγγειλα με τις μερίδες να φαντάζουν προκλητικά γενναίες. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να τα φάω όλα -το πιθανότερο ήταν πώς όχι- αλλά θα το προσπαθούσα. Ουδείς άλλωστε μπορεί να ισχυριστεί ότι ένα γεμάτο στομάχι σου φράζει το δρόμο προς τον Παράδεισο.
Σίγουρα πάντως θα ξεκινούσα από τη Zuppa Toscana, που έβλεπα να αχνίζει μέσα στο στρογγυλό δοχείο της. Πικάντικο λουκάνικο, πατάτες κομμένες σε κύβους και ψιλοκομμένο λάχανο μπερδεύονταν με τα μυρωδικά σε μια κρεμώδη σύνθεση που φώναζε από μακριά Ιταλία. Στην ίδια τη χώρα μπορεί να μην είχα πάει ποτέ, αλλά είχα ξοδέψει πάνω από μια δεκαετία στο πιστότερο υποκατάστατό της, στην από ’δω όχθη του ωκεανού. Στη Mulberry Street του Μανχάταν, στην καρδιά της Little Italy. Εκεί έμαθα να ξεχωρίζω τις αυθεντικές ιταλικές γεύσεις, τις μυρωδιές, τις διατροφικές συνήθειες τους, τα τρικ των μαγείρων. Εκεί έμαθα να τρώω ιταλικό. Όχι τις λασπωμένες μακαρονάδες που έφτιαχνε η μάνα μου στο Μπρούκλιν. Εκεί έμαθα να εκτιμώ το καλό κρασί. Όχι τη ρετσίνα που αγόραζε ο πατέρας μου στους 27 δρόμους.
«Τέτοια ώρα τέτοια λόγια» που θα λέγανε και στην πατρίδα, την οποία θυμήθηκα όταν ο Μιγκέλ ρώτησε για την καταγωγή μου. «Ιταλός είσαι;» είπε καθώς σημείωνε το μενού, που του περιέγραφα αναλυτικά. «Όχι, Έλληνας» του είπα προσπαθώντας να σκάσω ένα χαμόγελο. Δεν είχα κάτι εναντίον του. Τη δουλειά του έκανε άλλωστε. Μου χαμογέλασε κι αυτός, αλλά δεν κατόρθωσε να κρύψει την απορία που ζωγραφίστηκε στα μάτια του. «Έλληνας; Και πώς στο διάολο βρέθηκες στο Τέξας;» ρώτησε τρίβοντας το παχύ μουστάκι του. «Μεγάλη ιστορία» του αποκρίθηκα. «Πολύ θα ήθελα να σου τη διηγηθώ, αλλά δεν έχω και πολύ χρόνο για χάσιμο». Ένευσε ότι καταλαβαίνει, αλλά το βλέμμα του επέστρεψε στο μικρό σημειωματάριο που κρατούσε και δεν με ξανακοίταξε μέχρι που ολοκλήρωσα την παραγγελία. Ήταν ένας μικροκαμωμένος Λατίνος με γωνιώδες πρόσωπο και μικρά μαύρα μάτια. Δεν ήξερα αν θα τον ξανάβλεπα, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία. Όπως και τίποτα άλλο πλέον. Εκτός ίσως από το λουκούλλειο γεύμα που φανταζόμουν από τότε που μου ανακοίνωσαν την οριστική ημερομηνία: 9 Φεβρουαρίου. Η μέρα τελικά έφτασε. Όχι τόσο καταθλιπτική όσο τη φανταζόμουν, αλλά αναμφίβολα αλλόκοτη: μικρή λόγω έλλειψης ήλιου και ταυτόχρονα τεράστια λόγω έλλειψης ύπνου.
Ο ίδιος έφερε τα φαγητά αργά το μεσημέρι συνοδευόμενος από έναν ξανθό ψιλόλιγνο σαραντάρη που άκουσα να ονοματίζει Angel –το πραγματικό του όνομα ή ένα ειρωνικό παρατσούκλι άραγε; Ανοίξαν βιαστικά τις σακούλες και μου έκανε νόημα ότι μπορούσα να καθίσω στην άλλη άκρη του στενόμακρου τραπεζιού. Πισωπάτησαν διακριτικά και με άφησαν να απολαύσω ήσυχα το γεύμα μου, ενώ ο προϊστάμενός τούς επέβλεπε από απόσταση, κρατώντας έναν ασύρματο.
Πράγματι ξεκίνησα από τη σούπα. Αποδείχτηκε άριστη επιλογή. Ρευστή και πιπεράτη με το λουκάνικο να υπερισχύσει του γλυκόξινου λάχανου, την ώρα που η πατάτα ημέρευε τη γευστική αναρχία. Συγκρατήθηκα για να μην προχωρήσω πέρα από τη μέση του μπολ, βλέποντας τις υπόλοιπες επιλογές μου να περιμένουν υπομονετικά. Πήρα το πιρούνι για να δοκιμάσω τα γεμιστά με πορτομπέλο ραβιόλι. Κι αυτά μαγειρεμένα ακριβώς όπως έπρεπε. Ζουμερή και ταυτόχρονα σφιχτή πάστα, που δεν έλιωνε στο στόμα, αλλά έπρεπε να τη δαγκώσεις για να σου αποκαλύψει την κρεάτινη υφή του μανιταριού. Ο Μιγκέλ έκανε μια κίνηση του αντίχειρα προς τα πάνω. «Όλα καλά;» εννοούσε. Ρούφηξα μια μεγάλη γουλιά από το κόκκινο κρασί. Οι νότες σοκολάτας γλύκαιναν τη βαριά ξύλινη ανάμνηση του βαρελιού και η βανίλια φλέρταρε με τις τουλούπες του καπνού. Αυτή η γουλιά ήταν η πιο γευστική της ζωής μου. Δεν είχε ετικέτα, μπορεί και να ’ταν ένα Μπαρόλο των επτά δολαρίων από το Costco, αλλά αν περνούσε από το χέρι μου θα του απένειμα όλα τα βραβεία του κόσμου. Όταν οι στιγμές λιγοστεύουν, λαμβάνουν στο μυαλό σου μυθικές διαστάσεις. Μαθαίνεις να εκτιμάς τα πάντα στο μέγιστο, με την απαραίτητη δόση υπερβολής. Σήκωσα το ποτήρι σαν να κάνω πρόποση. «Όλα καλά» του απάντησα. Οι ένστολοι παρατηρητές μού χαμογέλασαν. Ήξεραν, όπως ήξερα κι εγώ ότι δεν ήταν όλα καλά.
Είχα ένα ακόμη πρώτο να δοκιμάσω. Μου άρεσε που οι Ιταλοί σέρβιραν τα ζυμαρικά ως πρώτα. Το έμαθα τότε που δούλευα στου Λουίτζι στη Little Italy. Capellini Pomodoro. Τα μαλλιά της Αφροδίτης, που έλεγε κι ο Τσίρο, ένας μάγειρας όχι ψηλότερος από ενάμιση μέτρο. Στου Λουίτζι δούλεψα για τρία χρόνια σερβιτόρος και άλλους εννιά μήνες ως host. Εκεί γνώρισα και το αφεντικό, που με τράβηξε γρήγορα από τη μισθωτή σκλαβιά, ανοίγοντας μου τα μάτια σε έναν κόσμο ευκαιριών, ανταγωνισμού, αλλά και διαρκούς ρίσκου. Κι ας με πούλησε τη δυσκολότερη ώρα. Δε μετάνιωσα στιγμή για όλα όσα έζησα, για όλα όσα έκανα. Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, κοιμήθηκα με πανέμορφες γυναίκες, έβγαλα λεφτά, τα ξόδεψα σχεδόν όλα. Εντάξει, έκανα και υπερβολές, κάποιες φορές παραφέρθηκα, αλλά ουδέποτε έβλαψα αθώο. Η συνείδησή μου παραμένει ήσυχη ακόμη και τώρα. Κι αυτό μου αρκεί.
Τύλιξα στο πιρούνι μια μεγάλη μπουκιά από τα ζυμαρικά παρασύροντας την ανοιχτόχρωμη κόκκινη σάλτσα με τα χοντροκομμένα τοματίνια και έκλεισα τα μάτια, αφήνοντας τους γευστικούς μου κάλυκες να επιβεβαιώσουν τη λαχταριστή εικόνα. «Όνειρο» είπα δυνατά στα ελληνικά και αμφότεροι οι φρουροί γύρισαν προς το μέρος μου. Παραξενεύτηκα κι εγώ. Ελληνικά μιλούσα μόνο όταν πήγαινα στο πατρικό μου. «Θες κάτι;» ρώτησε ο Angel. Του ένευσα αρνητικά με το αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί επανερχόμουν στο πιάτο με τα Capellini. Ο μάγειρας έπαιζε εκτός συναγωνισμού. Δεν ξέρω αν τον είχαν ενημερώσει για το ποιος ήταν ο πελάτης του, αλλά ο άνθρωπος είχε ζωγραφίσει στην κουζίνα κι εγώ απολάμβανα τις πινελιές του.
«Έχετε και Ιταλικό;» απάντησα το πρωί στον ψιλόλιγνο φύλακα με την πλακουτσωτή μύτη, όταν με ρώτησε τι θα προτιμούσα για το τελευταίο γεύμα μου. Έξυσε απορημένος το κεφάλι του και μετά από σχεδόν ένα λεπτό σιωπής είπε: «κανονικά πρέπει να φας ό,τι θα έχει στο συσσίτιο. Αλλά αν θέλεις ιταλικό, θα ρωτήσω τον Μιγκέλ που παίρνει κάθε μέρα από ένα εδώ κοντά». Του έκανα νόημα πως ήθελα και μετά από λίγο μπήκε ο Μιγκέλ με έναν πράσινο κατάλογο, διπλωμένο σε τρίπτυχο. «Είναι πολύ καλό» μου είπε σχεδόν συνωμοτικά. «Από ’κει παραγγέλνουμε κι εμείς». Διάβασα το μενού πέντε-έξι φορές, πριν καταλήξω στα ουκ ολίγα πιάτα που τελικά ζήτησα. «Κρασί δεν επιτρέπεται, αλλά κάτι θα κάνουμε» είπε και μου έκλεισε το μάτι.
Τη μέρα αυτή την είχα προδιαγράψει αναρίθμητες φορές στα τρία χρόνια που πέρασα στη φυλακή Άλλαν Πολάνσκι του Λίβινγκστον. Είκοσι μία ώρες το εικοσιτετράωρο έμενα κλεισμένος στο στενό τσιμεντένιο κουτί που μου αναλογούσε. Σκοπός τους δεν ήταν να μας σωφρονίσουν. Έτσι κι αλλιώς βαδίζαμε στο death row χωρίς περιθώρια να ξεστρατίσουμε. Αυτό που ήθελαν ήταν να μας εξαντλήσουν, να μας φέρουν στα όρια μας. Ίσως επιδίωκαν να κοντύνουν πρόωρα την ατελείωτη ουρά των καταδίκων, που κύκλωνε σαν ύπουλο φίδι τη σκοτεινή φυλακή. Τη γκρίζα μονοτονία του κελιού διέκοπτε ένας μικρός φωταγωγός στον βόρειο τοίχο, αλλά για να δω τον ουρανό έπρεπε να τυλίξω σε ρολό το λεπτό στρώμα του κρεβατιού και να σκαρφαλώσω πάνω του. Ο ουρανός μου έλειψε εκεί μέσα. Ούτε οι γυναίκες, ούτε τα ξενύχτια, ούτε τα αυτοκίνητα. Ο ουρανός και το καλό φαγητό.
Το τελευταίο πλήρες γεύμα μου το είχα απολαύσει σε μια ξύλινη καντίνα στο Ταμαουλίπας, λίγα μέτρα από τη γέφυρα που ενώνει το Μεξικό με το Τέξας. Ο Τζέικομπ είχε πει ότι η δουλειά είναι απλή. Αφού ρίξαμε τα πίσω καθίσματα και φορτώσαμε μέχρι πάνω το πορτ μπαγκάζ ενός νοικιασμένου Ford Expedition με λαχανικά, αναχωρήσαμε από το Μεξικό νωρίς το πρωί. Ο Τζέικομπ είπε ότι ακόμη και αν μας ψάξουν, θα κοιτάξουν τα πάνω πάνω καφάσια. Περάσαμε από το μεξικανικό φυλάκιο και ένας βαριεστημένος τελωνειακός έριξε μια τυπική ματιά, ζουλώντας με το δάχτυλο μια πιπεριά. Μας έκανε νόημα να προχωρήσουμε κι έτσι όπως το Ford τσούλαγε πάνω στη γέφυρα, ο Τζέικομπ μου γέλασε με σιγουριά. «Μην ανησυχείς μαν» είπε, «το έχουμε κάνει εκατοντάδες φορές». Από εκεί και πέρα, όλα κύλησαν σε αργή κίνηση. Τα σκυλιά, οι φακοί, τα ξηλωμένα καθίσματα, οι φωνές, το γκάζι, οι πυροβολισμοί στα λάστιχα, οι χειροπέδες. Το δικαστήριο έγινε πιο γρήγορα απ’ ότι υπέθετα. Ο Λούκα και ο Τζέικομπ μου είχαν φορτώσει τα πάντα, ο Μεξικανός συνεργάτης μας, που δεν θυμάμαι καν το όνομά του είχε επιβεβαιώσει τη δική τους εκδοχή, ενώ τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα στο τιμόνι και το νεότευκτο τεστ DNA αποκάλυπτε όλα όσα ήθελαν να ακούσουν οι αρχές. Δεν μπορούσα να πείσω κανέναν για την αθωότητά μου. Όλες οι προσπάθειες -της Τζένυ, των δικών μου, του ακριβοπληρωμένου δικηγόρου από τη Νέα Υόρκη- έπεφταν στο κενό.
Έδιωξα τις καταθλιπτικές σκέψεις επιστρέφοντας στο κύριο ή μάλλον στα κύρια πιάτα. Η Σαλτιμπόκα είχε πάρει να κρυώνει, αλλά η πρώτη μπουκιά με αποζημίωσε με το παραπάνω. Τα φιλετάκια ήταν τυλιγμένα με λεπτοκομμένο προσούτο, αλλά η επίγευση είχε μια ιδέα φασκόμηλου. Ήπια μια ακόμη γουλιά από το κρασί και αναρωτήθηκα αν προβλεπόταν λίγο ακόμη όταν άδειαζε το ποτήρι μου.
Ο Μιγκέλ και ο Angel με παρακολουθούσαν με τα χέρια σταυρωμένα στο θώρακα. Τους φαντάστηκα χωρίς στολές, με τζιν και T-shirt, να παίζουν με τα παιδιά τους στο πάρκο, να προχωρούν αγκαλιά με τις γυναίκες τους στα υπαίθρια mall του σκονισμένου Huntsville. Αλλά δυστυχώς για εκείνους –και πιο πολύ για ’μένα- ήταν εντεταλμένοι να παρακολουθήσουν τις τελευταίες ώρες ενός ακόμη θανατοποινίτη και –ενδεχομένως- τη σκληρότατη διαδικασία της εκτέλεσης με τη θανατηφόρο ένεση. «Δεν πονάει, δε νιώθεις τίποτα» έλεγε ένας Πορτορικάνος που ήμασταν μαζί στην Πολάνσκι. Ήξερε καλά τη διαδικασία, είχαν εκτελέσει τον αδερφό του για την ίδια υπόθεση που είχε οδηγήσει κι εκείνον στο death row. Μου περιέγραψε βήμα βήμα τη διαδικασία, πώς θα με μεταφέρουν στο Huntsville Unit, πώς θα με ρωτήσουν αν θέλω να εξομολογηθώ και να κοινωνήσω, τι θέλω να φάω στο τελευταίο γεύμα μου. Και να που η στιγμή είχε φτάσει. Η απόπειρα του δικηγόρου να μου εμφυσήσει ελπίδες της τελευταίας στιγμής φάνταζαν μάταιη. «Μην απελπίζεσαι, έχουμε ζητήσει χάρη από τον κυβερνήτη της πολιτείας» είπε, ενώ ίσιωνε τις μανσέτες του μέχρι να έρθουν στο ίδιο μήκος. «Ελπίζω βάσιμα πώς θα τη δώσει. Του χρόνου κατεβαίνει για το Κογκρέσο και δεν θα θέλει μια ακόμη εκτέλεση να βαραίνει τους ώμους του» συνέχισε.
Ένιωθα ήδη χορτασμένος, αλλά δεν μπορούσα να πω όχι στο τελευταίο πιάτο με τα μύδια και τις αχιβάδες. Δοκίμασα την πιο ανοιχτή και για πρώτη φορά ένιωσα να μου λείπει ήδη ο κόσμος που σε λίγο θα άφηνα πίσω μου. Όπως κατάπινα την επόμενη αναλογίστηκα ότι δεν έχω σκεφτεί τα τελευταία μου λόγια. Το «είμαι αθώος» ή κάτι τέτοιο μου φάνηκε σχεδόν γελοίο. Είχα λίγη ώρα ακόμη να το σκεφτώ. Ίσως και να μην έλεγα τίποτα. Έγειρα όσο πιο βαθιά μπορούσα στην πλαστική καρέκλα και έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια μου. Όταν τα ξανάνοιξα είδα την αχνή φιγούρα του Angel να κόβει το λευκό φως. «Τελείωσες;» ρώτησε χαμηλόφωνα. Έριξα μια ματιά στο λεηλατημένο τραπέζι και με κόπο συγκράτησα ένα χαμόγελο. «Ναι, άσε μόνο το γλυκό» του είπα δείχνοντας το μικρό χάρτινο κουτί με το τιραμισού. «Μπορεί να περιμένει» σκέφτηκα καθώς έπινα την τελευταία γουλιά κρασιού. Πόσο παράξενα, αλλά και πόσο σημαντικά, απολαυστικά και σπουδαία φαντάζουν τα πάντα όταν ξέρεις ότι δεν θα τα ξαναγευτείς, δεν θα ξαναγγίξεις ή ξαναδείς.
Έβλεπα τους φρουρούς να συζητούν έντονα, μια περίεργη κινητικότητα καθρεφτιζόταν στο παραλληλόγραμμο τζάμι της πόρτας. Μια γυναίκα με πολιτικά μπήκε και μίλησε στον άντρα που επέβλεπε. Αυτός έβγαλε τον ασύρματο από τη ζώνη κι αφού με κοίταξε συνοφρυωμένος, βγήκε από την αίθουσα. Ο Μιγκέλ μου χαμογέλασε. Ανακάθισα στην καρέκλα. Για πρώτη φορά εδώ και καιρό. η καρδιά μου φτερούγισε αισιόδοξα. «Οι χάρες απονέμονται την τελευταία στιγμή» είχε πει ο δικηγόρος. «Λες;» σκέφτηκα ενώ βύθιζα το κουτάλι στις αλλεπάλληλες στρώσεις του τιραμισού. «Μακάρι» είπα μόλις γεύτηκα την αντίθεση του μασκαρπόνε με το κακάο. «Μακάρι». Αυτό τουλάχιστον ακουγόταν και σήμαινε το ίδιο τόσο στα ελληνικά όσο και στα ιταλικά.